Ο όρος 'throttle lever' παραπέμπει στον όρο 'throttle'. Θα τον βρείτε σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω γραμμές.'throttle lever' is cross-referenced with 'throttle'. It is in one or more of the lines below.
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
throttle, throttle lever n | (vehicle) | μοχλός ισχύος φρ ως ουσ αρσ |
| | (καθομιλουμένη) | γκάζι ουσ ουδ |
| | The biker opened the throttle and the bike surged forward. |
| | Ο μοτοσικλετιστής πάτησε γκάζι και η μηχανή πετάχτηκε μπροστά. |
| throttle [sb]⇒ vtr | (choke, strangle) | στραγγαλίζω ρ μ |
| | | πνίγω ρ μ |
| | The murderer throttled his victim. |
| | Ο δολοφόνος στραγγάλισε το θύμα του. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| throttle n | (fuel regulator) | ρυθμιστική δικλείδα επίθ + ουσ θηλ |
| | | στραγγαλιστικό επιστόμιο επίθ + ουσ ουδ |
| | (καθομιλουμένη) | πεταλούδα γκαζιού φρ ως ουσ θηλ |
| | The engine wasn't running properly due to a faulty throttle. |
| throttle [sth]⇒ vtr | (reduce fuel rate) | μειώνω την ισχύ περίφρ |
| | The pilot throttled the engine to reduce the plane's speed. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: